ὑπερνικᾷ — ὑπερνικάω prevail completely over pres subj mp 2nd sg ὑπερνικάω prevail completely over pres ind mp 2nd sg (epic) ὑπερνικάω prevail completely over pres subj act 3rd sg ὑπερνικάω prevail completely over pres ind act 3rd sg (epic) ὑπερνῑκᾷ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
одолѣвати — ОДОЛѢВА|ТИ (16), Ю, ѤТЬ гл. Одолевать, побеждать: Гл҃ють ˫ако живеть съ чл҃овѣкомь… сотона. и по всемѹ. ѡдолѣваѥть ѥмѹ (κυριεύει) КР 1284, 368б; одолѣвае(т) дв҃а побѣжае(т)сѧ бѣсъ. (νικᾴ) ГБ к. XIV, 197г; молѧщю бо сѧ моисѣеви и ѡдолѣваху людье… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
βακτηριαιμία — Η παρουσία βακτηρίων στο αίμα, στο οποίο αυτά εισέρχονται μέσα από λύσεις της συνέχειας του δέρματος και από βλεννογόνους υμένες ή όταν υπάρχουν παθολογικές αλλοιώσεις στα λεμφοζίδια, στο αγγειακό σύστημα κ.ά. Η β. μπορεί να εμφανιστεί επίσης και … Dictionary of Greek
Ιμπν Τουφάιλ — (Ibn Tufayl,Γκουαντίχ, Γρενάδα ; – Μαρακές, Μαρόκο 1186). Αραβοϊσπανός φιλόσοφος και γιατρός. Ήταν σύμβουλος και γιατρός του Αλμοάδη σουλτάνου Αμπού Γιακούμπ Γιουσούφ και φίλος του Αβερρόη (βλ. λ.). Κείμενά του που αφορούν την ιατρική σώζονται σε … Dictionary of Greek